πολυοδία

πολυοδία
ἡ, ΜΑ
1. μακρύς δρόμος, μακρινή οδοιπορία
2. ύπαρξη πολλών δρόμων, λαβύρινθος («ταῖς πολυοδίαις τοῡ βίου τούτου ἐναμηχανοῦντες», Γρηγ. Νύσσ.)
3. (για εσφαλμένα επιχειρήματα) κυκεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ὁδός + κατάλ. -ία (πρβλ. παρ-οδ-ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυοδία — πολυοδίᾱ , πολυοδία long journey fem nom/voc/acc dual πολυοδίᾱ , πολυοδία long journey fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυοδίας — πολυοδίᾱς , πολυοδία long journey fem acc pl πολυοδίᾱς , πολυοδία long journey fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυοδίαις — πολυοδία long journey fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”